-
1 προλοχιζω
1) заранее занимать засадами(τὰ περὴ τέν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τέν ὁδόν Plut.)
2) ( о засаде) заранее устраивать(αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.)
1 προλοχιζω
(τὰ περὴ τέν πόλιν ἐνέδραις Thuc.; τέν ὁδόν Plut.)
(αἱ προλελοχισμέναι ἐνέδραι Thuc.)